αναγόρευση — η η δημόσια ανακήρυξη: Αύριο θα γίνει η αναγόρευση του Α σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγόρευση — η (Α ἀναγόρευσις) δημόσια ανακήρυξη, επίσημη απονομή τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγορεύω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναγορευτικός] … Dictionary of Greek
αναγορευτικός — ή, ό [αναγόρευση] ο σχετικός με την αναγόρευση … Dictionary of Greek
ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek
ανάδειξη — η (Α ἀνάδειξις) [ἀναδεικνύω] εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση νεοελλ. εξύψωση, προαγωγή, προβολή αρχ. 1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης 2. παρουσίαση, εμφάνιση … Dictionary of Greek
ανάρρηση — η (Α ἀνάρρησις) νεοελλ. η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμα αρχ. η δημόσια απονομή επάθλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι τού αναγορεύω] … Dictionary of Greek
αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω … Dictionary of Greek
ανακήρυξη — η (ΑΜ ἀνακήρυξις) [ἀνακηρύσσω] 1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση 2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση … Dictionary of Greek
ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… … Dictionary of Greek
καισαρίκιος — ο (Α καισαρίκιος, ον) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το καισαρίκιο το στέμμα τών καισάρων χωρίς σφαίρωμα και σταυρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά καισαρίκια η χλαμύδα και το στεφάνι με τα οποία ο βασιλιάς περιέβαλλε τον καίσαρα κατά την αναγόρευσή… … Dictionary of Greek